- διχάζεται
- διχάζωdivide in twopres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίστρατο — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 126 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στην κοιλάδα μεταξύ του Άραχθου και του παραποτάμου του, Σαρανταπόρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. Έως το 1961 ονομαζόταν Πιστιανά. 2.… … Dictionary of Greek
πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
Άνδεις — Οροσειρά που εκτείνεται χωρίς διακοπή σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της Νότιας Αμερικής και αποτελεί τον υδροκρίτη μεταξύ Ειρηνικού και Ατλαντικού ωκεανού. Η οροσειρά αυτή χαρακτηρίζεται από μάλλον ακανόνιστο ανάγλυφο, που σχηματίζεται από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ερυθρά θάλασσα — Θαλάσσια έκταση (440.000 τ. χλμ.) μεταξύ της βορειοανατολικής Αφρικής και της Αραβικής χερσονήσου. Γνωστή κατά την αρχαιότητα ως Αραβικός κόλπος, η Ε.θ. συγκοινωνεί στα Β με τη Μεσόγειο, με τη διώρυγα του Σουέζ, και στα Ν με την Αραβική θάλασσα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μόσας ή Μάας — (γαλλ. Meuse, φλαμανδ. Maas). Ποταμός (μήκος 900 χλμ., έκταση λεκάνης απορροής 49.000 τ. χλμ.) της κεντροδυτικής Ευρώπης, που εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα, όπου τα νερά του συγχέονται κατά ένα μέρος με τα νερά του Ρήνου, στα πλαίσια ενός… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
δίστρατο — το σημείο στο οποίο διχάζεται ένας δρόμος ή στο οποίο διασταυρώνονται δύο δρόμοι, σταυροδρόμι: Τα δύο αυτοκίνητα τρακάρισαν στο δίστρατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)